- χερσονησιωτικός
- -ή, -ό, και χερσονησιώτικος, -η, -ο, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε χερσόνησο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χερσόνησος + κατάλ. -ιωτικός (πρβλ. νησ-ιωτικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Ν. Βερναρδάκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.